- νταγκάβα
- και νταγκόπα, ητο ιερό τών βουδικών ναών που βρίσκεται μπροστά από τον κεντρικό περίβολο και έχει μορφή ημισφαιρίου το οποίο στηρίζεται σε κυλινδρική βάση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dagaba / dagoba < dāgaba / dāgoba < αρχ. ινδ. dhāturgarbha «αυτός που περιέχει άγια λείψανα» < dhātu «στοιχεία, άγια λείψανα» + garbha «εσωτερικός χώρος»].
Dictionary of Greek. 2013.